νεοσσούς

νεοσσούς
νεοσσός
young bird
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αναπετάμενος — η, ο [αναπετώ] 1. αυτός που πετάει ψηλά 2. (για νεοσσούς) αυτός που αρχίζει να πετά, να φτερουγίζει 3. (για νερά) αυτός που ξεπετιέται από το έδαφος, που αναβλύζει …   Dictionary of Greek

  • αναφτεριάζω — 1. ανοίγω τα φτερά για να πετάξω ή τα ανοίγω από φόβο 2. βγάζω φτερά (για νεοσσούς) η πράξη αναφτέριασμα …   Dictionary of Greek

  • απτήν — ἀπτήν ( ῆνος), ο, η (Α) [πτηνός] 1. (για νεοσσούς κ. μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δεν μπορεί ακόμη να πετάξει 2. αυτός που δεν έχει φτερά, ο άφτερος …   Dictionary of Greek

  • βαδιστικός — ή, ό (Α βαδιστικός, ή, όν) [βαδιστής] αυτός που έχει την ικανότητα να βαδίζει νεοελλ. 1. ο σχετικός με το «βάδισμα» 2. φρ. «ευθύς βαδιστικά» (ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν αμέσως μετά την εκκόλαψη …   Dictionary of Greek

  • δυσπλασία — Ανώμαλη ανάπτυξη κυττάρων, τα χαρακτηριστικά των οποίων έχουν πολλά κοινά με τα καρκινικά (και γι’ αυτό θεωρούνται προκαρκινικά). Ωστόσο, σε αντίθεση με τα καρκινικά, τα κύτταρα αυτά μπορεί να υποστρέψουν στο φυσιολογικό, όταν η βλάβη είναι… …   Dictionary of Greek

  • εξάγω — (AM ἐξάγω) [άνω] 1. βγάζω έξω ή οδηγώ κάποιον μακριά από έναν τόπο («μάχης ἐξήγαγε θοῡρον Ἄρκα», Ομ. Ιλ.) 2. απαλλάσσω από κάποιο κακό («ἐκ χειρὸς τοῡ πονηροῡ ἐξαγαγόντα ἡμᾱς») 3. (για προϊόντα, εμπορεύματα κ.λπ.) μεταφέρω εμπορεύματα από τον… …   Dictionary of Greek

  • επιπτέρυξις — ἐπιπτέρυξις, ή (Μ) η κάλυψη από πάνω με άπλωμα τών φτερών, όπως καλύπτει η κλώσσα τους νεοσσούς της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”